- προδείκτης
- ὁ, Α [προδείκνυμι]παντόμιμος υποκριτής θεάτρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδείκτης — pantomimic actor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδείκταις — προδείκτης pantomimic actor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)